- μετέπεισα
- μεταπείθωchange a man's persuasionaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταπείθω — μεταπείθω, μετέπεισα βλ. πίν. 37 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταπείθω — μετάπεισα και μετέπεισα, μεταπείστηκα, μεταπεισμένος, πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη ή απόφαση: Τον μετέπεισε να μη φύγει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)